αγιοκέρι

αγιοκέρι
αγιοκέρι το
свеча

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αγιοκέρι" в других словарях:

  • αγιοκέρι — το 1. λαμπάδα τής εκκλησίας από καθαρό κερί μελισσών 2. το κερί τής μέλισσας 3. το φυτό Hoya ή Asclepias carnosa τής τάξης τών Ασκληπιαδωδών (Asclepiadaceae), που τα άνθη του μοιάζουν με κερί (αλλιώς κεράκι). [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + κερί] …   Dictionary of Greek

  • αγιοκέρι — το λαμπάδα από κερί μέλισσας (κι αυτό το κερί) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασκληπιάδα — η (Α ἀσκπληπιάς [ άδος]) [Ασκληπιός] όνομα φυτού της οικ. Ασκληπιαδίδαι (κοινή ονομασία αγιοκέρι) …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — το 1. το μπροστινό μέρος της κεφαλής του ανθρώπου, το μούτρο, η φάτσα: Κάθε πρόσωπο λάμπει απ τ αγιοκέρι, όπου κρατούνε οι χριστιανοί στο χέρι (Σολωμός). 2. άνθρωπος, άτομο: Ύποπτο πρόσωπο. 3. τα άτομα, οι άνθρωποι ενός θεατρικού έργου: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»